- σκληρότερος
- σκληρόςhardmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άβαπτος — η, ο (Α ἄβαπτος, ον) [βάπτω] 1. αυτός που δεν βάφτηκε, ο αχρωμάτιστος 2. (για πυρακτωμένα μέταλλα) αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμη μέσα σε νερό για να γίνει σκληρότερος, ο αστόμωτος … Dictionary of Greek
εβονίτης — Υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή ποικίλων αντικειμένων και κυρίως στην επικάλυψη μεταλλικών επιφανειών, επειδή τις προστατεύει από τα οξέα (ιδιαίτερα από το υδροχλωρικό) και από άλλα χημικά αντιδραστήρια. Ο ε. δεν διαφέρει σε τίποτε από… … Dictionary of Greek
κολαριστός — ή, ό [κολαρίζω] (για υφάσματα) 1. αυτός που έχει κολαριστεί, που έχει βυθιστεί σε άμυλο για να γίνει σκληρότερος 2. (για πρόσ.) αυτός που φορά ρούχα καλοσιδερωμένα 3. (για κρασί) αυτός που έχει γίνει διαυγής με άμυλο … Dictionary of Greek
οδοντίνη — η ιατρ. κιτρινωπός ιστός που αποτελεί το κύριο σώμα όλων τών δοντιών και είναι σκληρότερος από το οστό αλλά μαλακότερος από την αδαμαντίνη ουσία … Dictionary of Greek
ταριχευτός — ή, ό / ταριχευτός, ή, όν, ΝΜΑ [ταριχεύω] (για τρόφιμα) ταριχευμένος, παστός μσν. αρχ. αυτός που γίνεται ξηρότερος, σκληρότερος («ἄρτοι ταριχευτοί», Θεοφύλ. Βουλγ.) … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Περίανδρος — (7ος 6ος π.Χ. αι.). Τύραννος της Κορίνθου. Διαδέχτηκε στην τυραννίδα τον πατέρα του Κύψελο· ο χρόνος της αρχής του τοποθετείται μεταξύ 627 και 585 π.Χ. (ορισμένοι τον τοποθετούν 40 χρόνια αργότερα). Στην εποχή του η Κόρινθος* έφτασε στο απόγειο… … Dictionary of Greek
ԲՐՏԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 518 Chronological Sequence: Early classical ա. σκληρότερος durior, rigidior Առաւել կամ կարի բիրտ. խստագոյն. կարծրագոյն. *Ոչ ʼի սկզբանն կոչեաց զնա, մինչդեռ տակաւին բրտագոյն էր. Ոսկ. մ. ՟Բ. 5 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՍՏԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0987 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 11c, 12c ա. σκληρότερος durior. Առաւել կամ կարի խիստ՝ ըստ ամենայն առման. որպէս սաստկագոյն. կարծրագոյն. պնդագոյն. ծանրագոյն. ուժգին. բուռն. անգութ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)